μετανόησαν

μετανόησαν
μετανοέω
perceive afterwards
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
μετανοέω
perceive afterwards
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετανοῆσαν — μετανοέω perceive afterwards aor part act neut nom/voc/acc sg μετανοέω perceive afterwards aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρτήριος — α, ο (AM καθαρτήριος, ον) [καθαρτήρ] αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν) ο τόπος όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ιωνάς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Εβραίος προφήτης, του οποίου η ιστορία αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Κλήθηκε από τον Θεό να αναγγείλει στους κατοίκους της Νινευί την καταστροφή της πόλης τους εξαιτίας των… …   Dictionary of Greek

  • Κορνήλιος — (; – Τσεντουμτσέλε 253). Πάπας της Ρώμης (251 253). Διαδέχθηκε στην παπική έδρα τον Φαβιανό, ο οποίος ανακηρύχθηκε άγιος. Ειρηνικός και μετριοπαθής, υποστήριζε ότι εκείνοι που αποστάτησαν από την Εκκλησία κατά τον διωγμό του Δεκίου και αργότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”